περιστέλλομαι

περιστέλλομαι
περιστέλλομαι, (περιεστάλη - περιεστάλησαν) βλ. πίν. 91

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιστέλλομαι — περιστέλλω dress pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • συμπλήσσομαι — Α [πλήττω / πλήσσω] 1. συμπτύσσομαι, περιστέλλομαι 2. μαζεύομαι από φόβο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”